- ἰσχυρότατος
- ἰσχῡρότατος , ἰσχυρόςstrongmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δημήτριος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Δ. Α’ ο Πολιορκητής. Βλ. λ. Δημήτριος ο Πολιορκητής. 2. Δ. Β’, ο αποκαλούμενος Αιτωλικός (275 – 229 π.Χ.). Βασι λιάς της Μακεδονίας (239 229 π.Χ.). Ήταν γιος του Αντίγονου Γονατά, τον οποίο διαδέχτηκε… … Dictionary of Greek
Νασαμώνες — οι (Α Νασαμῶναι, οἱ) ισχυρότατος λαός τής βόρειας Αφρικής κατά την αρχαιότητα, που ήταν εγκατεστημένος στα ανατολικά τού κόλπου τής Μεγάλης Σύρτεως … Dictionary of Greek
δαιμονιώδης — ες (AM δαιμονιώδης, ες) όμοιος με δαίμονα νεοελλ. 1. (για ενέργειες) βίαιος, παράφορος 2. (για θορύβους) ισχυρότατος, τρομαχτικός αρχ. μσν. αυτός που προέρχεται από τον διάβολο … Dictionary of Greek
κράτιστος — η ο (AM κράτιστος, ίστη, ον, Α επικ. τ. κάρτιστος, ίστη, ον) 1. ο ισχυρότατος, ο δυνατότατος («θεῶν κρατίστου παῑδες», Πίνδ.) 2. κορυφαίος, κάλλιστος, άριστος («τοῡ περὶ λογισμοὺς καὺ τὰ γεωμετρικὰ κρατίστους», Πλάτ.) αρχ. 1. (η κλητ. ως τίτλος… … Dictionary of Greek
μεγακρατής — μεγακρατής, ές (Μ) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κρατής (< κράτος), πρβλ. ισο κρατής, ναυ κρατής] … Dictionary of Greek
πανίσχυρος — η, ο / πανίσχυρος, ον, ΝΜ ισχυρότατος, παντοδύναμος, ιδίως από την άποψη τής πολιτικής, κοινωνικής ή οικονομικής επιρροής, ή αυτός που έχει τόση δύναμη ώστε να κατορθώνει και τα πιο δύσκολα πράγματα ή να αντέχει στις πιο δυσάρεστες δοκιμασίες … Dictionary of Greek
πανευσθενής — ές, Μ εξαιρετικά σθεναρός, ισχυρότατος, δυνατότατος («πανευσθενὴς πυγμάχος», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐσθενής «ισχυρός, ρωμαλέος»] … Dictionary of Greek
πασίρρωμος — ον, Μ ισχυρότατος, ο πάρα πολύ ρωμαλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι τού πᾶς + ρρωμος (< ῥώμη)] … Dictionary of Greek
περιωδυνία — ἡ, Α [περιώδυνος] μεγάλη οδύνη, ισχυρότατος πόνος («τρώσεις... καὶ περιωδυνίαι», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
υπέρτονος — η, ο / ὑπέρτονος, ον, ΝΜΑ το ουδ. ως ουσ. το υπέρτονο το κύριο, το μεσαίο, δοκάρι τής στέγης, η μεσόδμη νεοελλ. 1. συμπαγής, πυκνός 2. χημ. (για διάλυμα) υπερτονικός 3. φρ. «υπέρτονος ορός» ιατρ. διάλυμα ενός ανόργανου άλατος μέσα σε νερό, που… … Dictionary of Greek